- ακρόλοφος
- ο1) вершина холма; 2) крайний, последний холм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρόλοφος — ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και ος, ον) κορυφή όρους, βουνοκορφή αρχ. ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + λόφος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης] … Dictionary of Greek
ἀκρολόφοις — ἀκρόλοφος high crested masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρολόφοισι — ἀκρόλοφος high crested masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρολόφους — ἀκρόλοφος high crested masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρολοφία — (acrolophia). Επιστημονική ονομασία γένους μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ορχεοειδών. Είναι ετήσιες πόες, αυτοφυείς στις τροπικές περιοχές της Αφρικής. * * * η (Α ἀκρολοφία) [ἀκρόλοφος] αρχ. 1. οροσειρά 2. ορεινή χώρα … Dictionary of Greek
ακρολοφίτης — ἀκρολοφίτης, ο (Α)[ἀκρόλοφος] αυτός που κατοικεί σε κορυφή λόφου ή σε ορεινό τόπο … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek